Βλεννοπολυσακχαρίδωση τύπου III (MPS III, νόσος Sanfilippo)

Είναι μία αυτοσωμική υπολειπόμενη κληρονομική νόσος. Αυτό σημαίνει ότι, αν και οι δύο γονείς είναι φορείς του παθολογικού γονιδίου, τότε υπάρχει 25% πιθανότητα να πάσχει το τέκνο. Μάλιστα έχουν περιγραφεί τέσσερις γενετικά διαφορετικοί υπότυποι αναλόγως της έλλειψης του εκάστοτε ενζύμου. Πιο αναλυτικά ο υπότυπος Α οφείλεται σε έλλειψη του ενζύμου ηπαραν-Ν-σουλφατάση, ο υπότυπος Β σε έλλειψη του ενζύμου Ν-ακετυλο-γλυκοζαμινιδάση, ο υπότυπος C σε έλλειψη του ενζύμου Ν-ακετυλο-CoA-α-γλυκοζαμινιδο-Ν-ακετυλοτρανσφεράση και ο υπότυπος D σε έλλειψη του ενζύμου Ν-ακετυλο-α-γλυκοζαμινιδο-σουλφατάση. Τα παραπάνω τέσσερα ελλείμματα αφορούν σε τέσσερα διαφορετικά στάδια του καταβολισμού της θειικής ηπαράνης έχοντας ως επακόλουθο την αποθησαύριση της στους ιστούς. Η συχνότητα εμφάνισης όλων των υποτύπων διακυμαίνεται από 0,28 έως 4,1 στις 100.000 γεννήσεις.

•Κλινικά


1) Σοβαρή MPS IΙΙ
Είναι συχνότερη από την εξασθενημένη – ηπιότερη μορφή και διακρίνεται σε τρία στάδια εξέλιξης της νόσου.
-Πρώτη φάση: Τα συμπτώματα ξεκινούν από 1 έως 3 χρονών με επιβράδυνση της νοητικής ανάπτυξης και ιδιαίτερη επίδραση στην ανάπτυξη του λόγου. Η κινητική ανάπτυξη σε αυτή τη φάση εξελίσσεται φυσιολογικά. Σωματικά συμπτώματα που μπορεί να εμφανιστούν είναι: ήπια δυσμορφία του προσώπου (δολιχοκεφαλία, μικρό μέτωπο, προέχοντα υπερόφρυα τόξα, παχιά χείλη, υπερτρίχωση) η οποία όμως δύναται να είναι και ανεπαίσθητη, συχνές λοιμώξεις του ωτός και του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, καρδιακές βαλβιδοπάθειες, βουβωνοκήλες και ομφαλοκήλες, ηπατομεγαλία, χρόνιο διαρροϊκό σύνδρομο.
-Δεύτερη φάση: Ξεκινάει από 3 έως 4 χρονών και χαρακτηρίζεται από προοδευτική νοητική επιδείνωση και διαταραχές συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα το νήπιο μπορεί να είναι υπερκινητικό, παρορμητικό, αγχώδες και με διαταραχές του ύπνου. Σε αυτή τη φάση θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, ώστε το σύνδρομο να διαφοροδιαγνωστεί από διαγνώσεις του φάσματος του αυτισμού ή από το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας. Στη διαφορική διάγνωση συμβάλλει η αναζήτηση των παραπάνω σωματικών εκδηλώσεων της νόσου, στις οποίες προστίθενται πλέον απώλεια ακοής και ορθοπαιδικές εκδηλώσεις (κυφοσκολίωση, δυσπλασία του ισχίου, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, συσπάσεις των αρθρώσεων).
-Τρίτη φάση: ξεκινάει στην εφηβεία με την εμφάνιση σοβαρής άνοιας και έκπτωση πλέον στις κινητικές λειτουργίες. Οι ασθενείς εγκαθιστούν σπαστικότητα και προοδευτικά καταλήγουν κλινήρεις. Μπορεί επίσης να εμφανίσουν και επιληπτικές κρίσεις, όπως και βαριά δυσκαταποσία. Η επιβίωση φτάνει συνήθως έως την τρίτη δεκαετία της ζωής.

2) Εξασθενημένη – ηπιότερη MPS IΙΙ
Είναι βραδύτερα εξελισσόμενη από τη σοβαρή μορφή και οι ασθενείς έχουν μεγαλύτερη επιβίωση, έως και 70 ετών. Τα συμπτώματα ξεκινούν συνήθως στη νηπιακή ηλικία με την εμφάνιση οριακής νοητικής έκπτωσης, η οποία μπορεί να παραμένει ήπια έως και την εφηβική ηλικία ή και την ενηλικίωση. Τα συμπεριφορικά προβλήματα είναι εύκολο ν’ αντιμετωπιστούν. Οι σωματικές εκδηλώσεις είναι επίσης ήπιες ή απούσες. Λόγω της αμβληχρής αυτής συμπτωματολογίας, η διάγνωση είναι δύσκολη και συχνά μπορεί να διαλάθει.

•Διάγνωση


Ενδεικτικά της διάγνωσης είναι η παραπάνω συμπτωματολογία και η ανεύρεση στα ούρα αυξημένων ποσοτήτων της θειικής ηπαράνης. Στη συνέχεια πρέπει να διαπιστωθεί η ελλειμματική δραστηριότητα του ενοχοποιούμενου ενζύμου η οποία δύναται να μετρηθεί στα λευκοκύτταρα, σε καλλιέργειες ινοβλαστών , αλλά και στις χορειακές λάχνες ή στο αμνιακό υγρό εφόσον πρόκειται για διαδικασία προγεννητικού ελέγχου. Εδώ θα πρέπει να ελεγχθούν όλοι οι επιμέρους υπότυποι της MPS III (Α,Β, C, D). Τέλος μετά την ανάδειξη του τύπου του ελλειμματικού ενζύμου ακολουθεί η επιβεβαίωση της διάγνωσης μέσω μοριακού γενετικού ελέγχου.
Στη διαφορική διάγνωση συγκαταλέγονται οι υπόλοιπες βλεννοπολυσακχαριδώσεις και οι βλεννολιπιδώσεις, αλλά και διαταραχές του φάσματος του αυτισμού, το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής/υπερικινητικότητας και περιπτώσεις ανοιών με πρώιμη έναρξη.

•Παρακολούθηση


Η παρακολούθηση των ασθενών περιλαμβάνει τα παρακάτω: καρδιολογική εκτίμηση συμπεριλαμβανομένου και υπερήχου καρδιάς, λειτουργικό έλεγχο πνευμόνων, μελέτη ύπνου, ακοολογικό έλεγχο, ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο περιφερικών νεύρων, ορθοπαιδική παρακολούθηση ως προς τις σκελετικές ανωμαλίες, ψυχιατρική παρακολούθηση, αναπτυξιολογική εκτίμηση. Επίσης θα πρέπει να υπάρχει μέριμνα υπέρ γενετικής συμβουλευτικής.

•Θεραπεία


Στην παρούσα υπάρχει μόνο συμπτωματική θεραπεία, ενώ θεραπείες που στοχεύουν στην πρόληψη των συμπτωμάτων βρίσκονται σε φάση μελέτης.
1) Συμπτωματική θεραπεία και αντιμετώπιση επιπλοκών
Παρεμβάσεις που απαιτούνται συχνά είναι:
-Αμυγδαλεκτομή και αδενοειδεκτομή.
-Σωληνίσκοι αερισμού μέσου ωτός λόγω συχνών λοιμώξεων.
-Τοποθέτηση ακουστικών βαρηκοΐας.
-Μη επεμβατικός μηχανικός αερισμός.
-Αποσυμπίεση του μέσου νεύρου σε περιπτώσεις παγίδευσής του.
-Αντικατάσταση καρδιακής βαλβίδας.
-Αποκατάσταση ομφαλοκήλης ή βουβωνοκήλης.
-Αντικατάσταση ισχίου.
-Εντατική φυσικοθεραπεία.
-Εργοθεραπεία, λογοθεραπεία, συμπεριφορική ψυχοθεραπεία.
2) Θεραπείες πρόληψης των συμπτωμάτων υπό έρευνα
-Μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων.
-Ενδοθηκική έγχυση ανασυνδυασμένου ενζύμου.
-Χορήγηση μικρών μορίων, όπως η συνθετική γενιστεΐνη, που αναστέλλουν τη σύνθεση γλυκοζαμινογλυκανών και επομένως μειώνουν τη συσσώρευση θειικής ηπαράνης στα όργανα στόχους.
-Γονιδιακές θεραπείες.

 

Γεώργιος Τσιβγούλης, Αναπληρωτής Καθηγητής Νευρολογίας
Λίνα Παλαιοδήμου, Ειδικευόμενη Νευρολόγος
Β’ Νευρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν»
Ιατρική Σχολή Αθηνών, ΕΚΠΑ