Βλεννοπολυσακχαρίδωση τύπου II (MPS II, νόσος Hunter)

Είναι μία φυλοσύνδετη υπολειπόμενη κληρονομική νόσος. Αυτό σημαίνει ότι πάσχουν μόνο τα άρρενα τέκνα μίας μητέρα που φέρει το παθολογικό γονίδιο. Σπανιότατα μπορεί να παρουσιάζουν ήπιες εκδηλώσεις και τα θήλεα τέκνα. Το χαρακτηριστικό ενζυμικό έλλειμμα αφορά στην α-ιδουρονική σουλφατάση, με αποτέλεσμα την αποθησαύριση θειικής δερματάνης και θειικής ηπαράνης. Η συγκεκριμένη μεταβολική διαταραχή προκαλεί πολυσυστηματική προσβολή η οποία εκφράζεται κλινικά με διάφορους βαθμούς βαρύτητας. Στη βαρύτερη μορφή η επιβίωση είναι μέχρι τα 20 έτη, ενώ στην ήπια μορφή φτάνει μέχρι και τα 60 έτη. Η συχνότητά της υπολογίζεται μεταξύ 1:100.000 και 1:170.000 αρρένων τέκνων.


•Κλινικά


Η βαρύτερη μορφή εμφανίζεται πρώιμα, χαρακτηρίζεται από συμμετοχή του κεντρικού νευρικού συστήματος με εμφάνιση προοδευτικής γνωστικής επιδείνωσης και έχει διπλάσια συχνότητα από την όψιμη ηπιότερη μορφή.
-Χαρακτηριστικό προσωπείο: μακρογλωσσία, προέχοντα υπερόφρυα τόξα, πλατιά μύτη, μεγάλες παρειές και παχιά χείλη λόγω εναπόθεσης των γλυκοζαμινογλυκανών στο συνδετικό ιστό. Σημαντική είναι η ανεύρεση δερματικών αλλοιώσεων χρώματος ιβουάρ, στην ανώτερη επιφάνειας της ράχης και στα πλάγια των άνω άκρων, οι οποίες θεωρούνται παθογνωμονικές για τη νόσο Hunter.
– Σωματική ανάπτυξη: οι πάσχοντες τελικώς έχουν κοντό ανάστημα, παρότι τα πρώτα πέντε έτη της ηλικίας τους δεν υπολείπονται σε σχέση με τους μη πάσχοντες. Επίσης εμφανίζουν μακροκεφαλία.
– Ωτορινολαρυγγολογικές εκδηλώσεις: Υπερπλασία αδενοειδών εκβλαστήσεων, υπερπλασία αμυγδαλών, βράγχος φωνής, αγκύλωση στην κροταφογναθική διάρθρωση, διαταραχές στην κατάποση. Κώφωση αγωγιμότητας και νευροαισθητήρια. Δόντια ανώμαλου σχήματος και πάχυνση των ούλων.
-Οφθαλμολογικές εκδηλώσεις: δεν είναι συχνές στη MPS II, σε αντίθεση με την MPS I.
-Σκελετικές εκδηλώσεις: συγκάμψεις αρθρώσεων, πολλαπλές δυσοστώσεις, δυσπλασία του ισχίου.
-Αναπνευστικές εκδηλώσεις: συχνές λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, προοδευτική απόφραξη του αεραγωγού, άπνοια ύπνου.
-Καρδιολογικές εκδηλώσεις: βαλβιδοπάθεια, καρδιομυοπάθεια, υπέρταση, διαταραχές του καρδιακού ρυθμού.
-Γαστρεντερολογικές εκδηλώσεις: ηπατοσπληνομεγαλία, βουβωνοκήλες, ομφαλοκήλες, χρόνιο διαρροϊκό σύνδρομο.
-Νευρολογικές εκδηλώσεις: καθυστέρηση των αναπτυξιακών οροσήμων, με τη μεγαλύτερη επίπτωση μεταξύ των ηλικιών έξι και οκτώ ετών, εμφάνιση συμπεριφορικών και γνωστικών προβλημάτων. Επίσης ανάπτυξη υδροκεφάλου που επιδεινώνει τα παραπάνω προβλήματα. Συχνή είναι επίσης η ανάπτυξη συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα αμφοτερόπλευρα και μάλιστα χωρίς οι ασθενείς να αναφέρουν τα χαρακτηριστικά συμπτώματα (αιμωδίες, άλγος στην περιοχή του καρπού, αδυναμία). Τέλος μπορεί να συμβεί πίεση του νωτιαίου μυελού και αυχενική, κυρίως, μυελοπάθεια.


•Διάγνωση

Στη διάγνωση οδηγούν η παραπάνω πολυσυστηματική προσβολή και η ανεύρεση στα ούρα αυξημένων ποσοτήτων θειικής δερματάνης και της θειικής ηπαράνης. Ακολουθεί η επιβεβαίωση μέσω μοριακού γενετικού ελέγχου ή μέσω της ανίχνευσης της ελλειμματικής δραστικότητας του ενζύμου α-ιδουρονικής σουλφατάσης.
Από τη διαφορική διάγνωση θα πρέπει να αποκλειστούν οι υπόλοιπες βλεννοπολυσακχαριδώσεις και οι βλεννολιπιδώσεις.

 

•Παρακολούθηση


Η αρχική αξιολόγηση ενός ασθενούς περιλαμβάνει: καρδιολογική εκτίμηση συμπεριλαμβανομένου και υπερήχου καρδιάς, λειτουργικό έλεγχο πνευμόνων, μελέτη ύπνου, ακοοολογικό έλεγχο, ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο περιφερικών νεύρων, μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου και AMΣΣ, οσφυονωτιαία παρακέντηση για μέτρηση της πίεσης εισόδου σε υποψία ανάπτυξης υδροκεφάλου, οφθαλμολογικό έλεγχο, αναπτυξιολογική εκτίμηση. Επίσης θα πρέπει και εδώ να υπάρχει δυνατότητα γενετικής συμβουλευτικής.
Στη συνέχεια η τακτική παρακολούθηση θα πρέπει να γίνεται σε ετήσια βάση και συνήθως περιλαμβάνει: καρδιολογική εκτίμηση συμπεριλαμβανομένου υπερήχου καρδιάς, λειτουργικό έλεγχο των πνευμόνων, ακοόγραμμα, οφθαλμολογική εξέταση συμπεριλαμβανομένης και βυθοσκόπησης, αναπτυξιακή αξιολόγηση, νευρολογική εξέταση, και ορθοπαιδική εξέταση σε περίπτωση δυσπλασίας του ισχίου.

 

•Θεραπεία


Υπάρχουν θεραπευτικές επιλογές όσον αφορά στην πρόληψη των κλινικών εκδηλώσεων, αλλά και στην αντιμετώπιση των εκδηλώσεων που έχουν ήδη αναπτυχθεί.

1) Πρόληψη
-Θεραπεία ενζυμικής υποκατάστασης: γίνεται με την εβδομαδιαία χορήγηση 0,5mg/kg ανασυνδυασμένου ενζύμου α-ιδουρονικής σουλφατάσης, με αποτέλεσμα βελτίωση της ηπατοσπληνομεγαλίας, της λειτουργικότητας των πνευμόνων και της βαλβιδοπάθειας, καθυστέρηση της πτώσης της ακουστικής οξύτητας και υποστροφή των αδενοειδών εκβλαστήσεων. Δε βελτιώνονται ωστόσο οι επιπλοκές της νόσου που αφορούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα, καθώς το φαρμακευτικό σκεύασμα της θεραπείας ενζυμικής υποκατάστασης δε διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της χορήγησης του ανασυνδυασμένου ενζύμου σχετίζονται με την εμφάνιση αλλεργικών αντιδράσεων, αντιμετωπίζονται ωστόσο εύκολα τόσο με την προφυλακτική χορήγηση αντιισταμινικών και αντιφλεγμονωδών όσο και με την μείωση του ρυθμού χορήγησης του φαρμάκου.
-Μεταμόσχευση αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων (stem cells): αποτελεί πιθανή μέθοδο αποκατάστασης της ενζυμικής δραστηριότητας, με σκοπό τον τερματισμό ή την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου. Ωστόσο απαιτείται εκτενέστερη έρευνα, ώστε να καθοριστεί με ακρίβεια η αποτελεσματικότητα της μεταμόσχευσης βλαστοκυττάτων σε ασθενείς με MPS II.
-Θεραπείες υπό μελέτη: ενδοθηκική έγχυση α-ιδουρονικής σουλφατάσης, ενζυμική υποκατάσταση που να διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, θεραπείες με αυξημένη δοσολογία και μεγαλύτερη συγκέντρωση του ενζύμου στην περιφέρεια και τέλος γονιδιακές θεραπείες.

2) Συμπτωματική θεραπεία και αντιμετώπιση επιπλοκών
Παρεμβάσεις που απαιτούνται συχνά είναι:
-Κοιλιοπεριτοναϊκή βαλβίδα για την αντιμετώπιση του υδροκεφάλου.
-Αμυγδαλεκτομή και αδενοειδεκτομή.
-Μη επεμβατικός μηχανικός αερισμός.
-Αποσυμπίεση του μέσου νεύρου σε περιπτώσεις παγίδευσής του.
-Αντικατάσταση καρδιακής βαλβίδας.
-Αποκατάσταση ομφαλοκήλης ή βουβωνοκήλης.
-Αντικατάσταση ισχίου.
-Εντατική φυσικοθεραπεία.
-Εργοθεραπεία, λογοθεραπεία.
-Πάντοτε εξειδικευμένη προαναισθητική εκτίμηση, λόγω υψηλού ρίσκου στην αναισθησία και υποκείμενων τεχνικών δυσκολιών (αγκύλωση κροταφογναθικής διάρθρωσης, μεγάλη γλώσσα, δυσκολία στην υπερέκταση του αυχένα λόγω αστάθειας της ατλαντοαξονικής άρθρωσης).

 

Γεώργιος Τσιβγούλης, Αναπληρωτής Καθηγητής Νευρολογίας
Λίνα Παλαιοδήμου, Ειδικευόμενη Νευρολόγος
Β’ Νευρολογική Κλινική, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν»
Ιατρική Σχολή Αθηνών, ΕΚΠΑ